-
1 προς-μίγνῡμι
προς-μίγνῡμι u. - μιγνύω (s. μίγνυμι), zumischen, beimischen, womit verbinden, τινί τι, übh. womit in Verbindung bringen, z. B. κράτει προςέμιξε δεσποταν, Pind. Ol. 1, 22, er verhalf dem Herrn zum Siege, verlieh ihm den Sieg; προςέμιξε κίνδυνον τῇ πόλει, Aesch. 3, 146; – intrans., οὐκ ἄρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προςμῖξαι ϑρασύ; Soph. Phil 106, sich ihm bewaffnet nähern; vgl. ποδὶ βοηδρόμῳ μέλαϑρα προςμίξει, Eur. Or. 1291; προςέμιξεν ἄφαρ τοὔπος τὸ ϑεοπρόπον ὑμῖν, Soph. Trach. 818, wie Hom. sagt ϑέσφαϑ' ἱκάνει, es trifft uns, geht an uns in Erfüllung, handgemein werden mit Einem, Her. 5, 64. 6, 112; τοῖς ὁπλίταις οὐκ ἠδυνήϑησαν προςμῖξαι, Thuc. 4, 33; Folgde, wie Pol. 1, 28, 8 u. öfter; vom Orte, hinzugehen, sich nähern, bes. anlanden, τῇ Νάξῳ, τῇ Ἀσίῃ, Her. 6, 96. 7, 168. 8, 130; προςέμιξαν τῷ τείχει τῶν πολεμίων, Thuc. 3, 22, u. öfter; ἔτι προςμίξωμεν ἐγγύτερον ἐπὶ τοὺς μήπω βεβασανισμένους, Plat. Polit. 290 c; auch ἀρετῇ ϑείᾳ προςμίξασα, Legg. X, 904 d; Sp.; τοῖς τόπ οις, τῇ χώρᾳ, Pol. 3, 42, 1. 1, 37, 1. – Auch πρὸς τὰ ὅρια, Xen. Cyr. 2, 4, 21; An. 4, 2, 16 u. Sp., wie. Plut.
-
2 παλαί-φατος
παλαί-φατος, vor Alters gesprochen; von alten Orakeln, ϑέσφατα, Od. 9, 507. 13, 172; χρησϑὲν παλαίφατον, Pind. Ol. 2, 44; ἀραί, Aesch. Spt. 748; παλαίφατος δ' ἐν βροτοῖς γέρων λόγος τέτυκται, Ag. 730; τοὔπος τὸ ϑεοπρόπον τᾶς παλαιφάτου προνοίας, Soph. Tr. 820, wo es Einige activisch erkl.: von alten Zeiten her prophezeihend, wie auch die v. l. beim Schol. παλαίφοιβος erkl. wird; μαντεία, O. C. 455; – wovon eine alte Sage geht, fabelhaft, οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι παλαιφάτου οὐδ' ἀπὸ πέτρης, Od. 19, 163, wo eine alte v. l. παλαιφάγου war (vgl. auch παλαιφάμενος); E. M. wird es erkl. τῆς ἐκ παλαιῶν χρόνων πεφημισμένης ὡς ἀνϑρώπων γεννητικῆς. – Uebh. (dem πρόσφατος entgeggstzt, vor Alters erschienen) alt, γενεά, ἀγορά, Pind. N. 6, 32. 3, 14; παλαίφατον ἁμέτερον γένος, Aesch. Suppl. 527, wie auch wohl ἁ παλ. Δίκα Soph. O. R. 1383 zu erklären.
-
3 θεο-πρόπος
θεο-πρόπος, ὁ (gew. von ϑεός u. προειπεῖν abgeleitet; Butim. Lex. I p. 19 ϑεός u. πρέπω, der ein von der Gottheit gegebenes Zeichen deutet; nach E. M. u. Eust. ϑεοῖς πρέποντα λέγων; Hesych. μάντεις ἐκ ϑεοῦ προλέγοντες), Wahrsager, Prophet, der die Zeichen der Götter deutet, ὃς σάφα ϑυμῷ εἰδείη τεράων, Il. 12, 228; οἰωνιστής, 13, 70; vgl. Od. 1, 416; τὸ ἔπος ϑ., Soph. Tr. 822, wie τὸ ϑεοπρόπον, Orakel, Call. lav. Pall. 125; ein an das Orakel Abgesandter, um es zu befragen, Aesch. Prom. 659; Her. 1, 67 u. öfter; D. Hal. 1, 24; Plut. Cim. 18.
-
4 λάσκω
λάσκω, oder ληκέω, s. ἐπιλ., dor. λᾱκεῖ, Theocr. 2, 24; ἔλασκον, Aesch. Ag. 582; fut. λακήσω, u. λακήσομαι, Ar. Pax 381. 384, wo die Quantität des α nicht zu erkennen ist, aor. ἐλάκησα, mit kurzem α, Ar. Pax 382 ( διαλᾱκήσασα, Ar. Nubb. 410); aor. II. ἔλακον, λακεῖν, und med. ἐλακόμην, wozu λελάκοντο gehört, H. h. Merc. 145; perf. λέλᾱκα, ion. λέληκα, aber fem. part. λελακυῖα; – 1) tönen, krachen, von leblosen Dingen, die durch einen Wurf od. Schlag ertönen, nur aor. II., λάκε χαλκὸς νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν Il. 14, 25, λάκε δ' ἀσπίς, der Schild krachte, vom Wurfspieß getroffen, 13, 616; vgl. Hes. Th. 694; ἔλακον ἀξόνων βρι ϑομένων χνόαι Aesch. Spt. 138. Bei Sp. bes. = unter Geräusch, Gekrach zerbrechen, zerkrachen, Hesych. erkl. λάκε durch ἐϑλάσϑη, συνετρίβη. So ἐλάκησε Act. Ap. 1, 18. – 2) von Thieren, schreien; vom gellenden Schreien des Falken, Il. 22, 241; der gewürgten Nachtigall, Hes. O. 209, vom Hundegebell, κύνες λελάκοντο H. h. Herc. 145; Σκύλλη δεινὸν λελακυῖα Od. 12, 85. – Bei den Tragg. auch von menschlicher Stimme, laut reden, sprechen, bes. auch verkünden, weissagen, περίφρονα δ' ἔλακες Aesch. Ag. 1401; ἀμβόαμα Ch. 35, öfter; μἡ πώποτ' αὐτὸν ψεῦδος ἐς πόλιν λακεῖν Soph. Ant. 1094; τοὔπος τὸ ϑεοπρόπον ὅτ' ἔλακεν ὁ ϑεός Trach. 824; κακὸν ἄκρον Ion 776; ἀγγελίας I. T. 461; τί δῆϑ' ὁ Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων Ar. Plut. 39; τί λέλακας, was schreist du, Ach. 410; vgl. Eur. Hipp. 55; π ρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα Aesch. Prom. 407; μὴ νῠν λακήσῃς Ar. Pax 382; auch = schelten, schmähen, ξένης ὕπερ τοιαῦτα λάσκεις τοὺς ἀναγκαίους φίλους Eur. Andr. 672.
См. также в других словарях:
θεοπρόπον — θεοπρόπος prophetic masc/fem acc sg θεοπρόπος prophetic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεόπροπον — Θεόπροπος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπρόπος — (5oς αι. π.Χ.). Χαλκουργός από την Αίγινα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κατασκεύασε έναν χάλκινο ταύρο για λογαριασμό των Κερκυραίων, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στο ιερό των Δελφών. To ιστορικό του ταύρου είναι το ακόλουθο: Κάποτε στην Κέρκυρα, ένας… … Dictionary of Greek
πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 … Dictionary of Greek